ασμίλευτος

ασμίλευτος
yontulmamış, oyulmamış

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασμίλευτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δουλεμένος με τη σμίλη, ο α σκάλιστος 2. (για λόγο) όποιος δεν έχει δουλευτεί προσεκτικά σε όλα τα σημεία του, ανεπεξέργαστος …   Dictionary of Greek

  • ασμίλευτος — η, ο αυτός που δε σμιλεύτηκε, δε δουλεύτηκε, ακατέργαστος: Δημοσίεψε το έργο του ασμίλευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”